συστοιχῇ

συστοιχῇ
συστοιχέω
stand in the same rank
pres subj mp 2nd sg
συστοιχέω
stand in the same rank
pres ind mp 2nd sg
συστοιχέω
stand in the same rank
pres subj act 3rd sg
συστοιχέω
stand in the same rank
pres subj mp 2nd sg
συστοιχέω
stand in the same rank
pres ind mp 2nd sg
συστοιχέω
stand in the same rank
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • επουρίζω — (AM ἐπουρίζω) (για άνεμο) αρχίζω να γίνομαι ούριος νεοελλ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου από πλεύση πλαγιοδρομίας σε πλεύση ουριοδρομίας, αρμενίζω στα πρύμα αρχ. 1. (για θάλασσα) ωθώ προς τα εμπρός ως ούριος άνεμος («ἐπουρίζοντος δὲ τοῡ πελάγους… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

  • εξαΰλωση — η 1. η μεταβολή σε άυλη κατάσταση, η εξιδανίκευση. 2. (φυσ.), εκμηδένιση υλικών σωματιδίων και σύστοιχη εμφάνιση ενέργειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”